
Η σούπα
Ποιος μίλησε για μαύρο;
Έχει κι άλλα χρώματα η θλίψη.
Κι όχι, τίποτα δε φοβάμαι.
Μέσα μου ξέρω την αλήθεια.
«Άριοι» οι φτωχοί τω πνεύματι –
την άγνοια ποτέ δεν κατηγόρησα.
Ποια φυλή ν’ αντέξει άλλωστε
την τόση διαφορετικότητα;
Βαλθήκαμε ταμπέλες να κρεμάμε
και ονομάσαμε το Άλλο απειλή.
Πως ήσυχοι να κοιμηθούμε
χωρίς επίγειους προστάτες;
Στην γειτονιά μου άνοιξε ταβέρνα
με την επωνυμία «Έθνος».
Καζάνια μεγάλα αναβράζοντα
σερβίρουν της λήθης το ζωμό.
Φάε και συ – θα σε γιατρέψει.
Θα σου προσφέρει και δύναμεις.
Μα για τη βία ούτε λόγος
ξέρω δεν έφταιξες εσύ.
«Την αδηφάγο κόρη της οργής
εγώ ποτέ δε θα ταίσω.»
Θα κάνουν άλλοι για σένα τη δουλειά
και καθαρά τα χέρια σου θα μείνουν.
Έλα όμως φάε τη σουπίτσα σου
περνάν τα δευτερόλεπτα.
Πρέπει γοργά να ξεχαστείς
δε θέλουμε σκοτούρες.
Α, τηλεφώνησε η Ελπίδα –
την έστειλαν είπε κατασκήνωση.
Μη μου φοβάσαι.